Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Κόλασης
Κόλασης
See also:
κόλασης
,
κολάσεως
,
and
Κολάσεως
Greek
Proper noun
Κόλασης
•
(
Kólasis
)
f
Genitive
singular
form of
Κόλαση
(
Kólasi
)
.
κόλασης
κόλασης
See also:
Κόλασης
,
κολάσεως
,
and
Κολάσεως
Greek
Noun
κόλασης
•
(
kólasis
)
f
Genitive
singular
form of
κόλαση
(
kólasi
)
.
Similar Results