Definify.com
Definition 2024
κύηση
κύηση
Greek
Noun
κύηση • (kýisi) f (plural κυήσεις)
Declension
declension of κύηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κύηση | κυήσεις |
genitive | κύησης / κυήσεως | κυήσεων |
accusative | κύηση | κυήσεις |
vocative | κύηση | κυήσεις |
Synonyms
- (pregnancy): εγκυμοσύνη f (enkymosýni)
Related terms
- εξωμήτριος κύηση f (exomítrios kýisi, “ectopic pregnancy”)
- έκτοπη κύηση f (éktopi kýisi, “ectopic pregnancy”)
External links
- Εγκυμοσύνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el