Definify.com
Definition 2024
λαιμητόμος
λαιμητόμος
Greek
Noun
λαιμητόμος • (laimitómos) f (plural λαιμητόμοι)
- guillotine (for capital punishment)
Declension
declension of λαιμητόμος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λαιμητόμος | λαιμητόμοι |
genitive | λαιμητόμου | λαιμητόμων |
accusative | λαιμητόμο | λαιμητόμους |
vocative | λαιμητόμε | λαιμητόμοι |
Synonyms
- καρμανιόλα f (karmanióla)
- γκιλοτίνα f (nkilotína)