Definify.com
Definition 2025
λαρυγγικός
λαρυγγικός
Greek
Adjective
λαρυγγικός • (laryngikós) m (feminine λαρυγγική, neuter λαρυγγικό)
Declension
positive forms of λαρυγγικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | λαρυγγικός | λαρυγγική | λαρυγγικό | λαρυγγικοί | λαρυγγικές | λαρυγγικά |
| genitive | λαρυγγικού | λαρυγγικής | λαρυγγικού | λαρυγγικών | λαρυγγικών | λαρυγγικών |
| accusative | λαρυγγικό | λαρυγγική | λαρυγγικό | λαρυγγικούς | λαρυγγικές | λαρυγγικά |
| vocative | λαρυγγικέ | λαρυγγική | λαρυγγικό | λαρυγγικοί | λαρυγγικές | λαρυγγικά |
Synonyms
- λαρυγγόφωνος (laryngófonos)
- λαρυγγώδης (laryngódis)