Definify.com
Definition 2024
λατομείο
λατομείο
Greek
Noun
λατομείο • (latomeío) n
Declension
declension of λατομείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λατομείο | λατομεία |
genitive | λατομείου | λατομείων |
accusative | λατομείο | λατομεία |
vocative | λατομείο | λατομεία |
Synonyms
- νταμάρι n (damári)