Definify.com
Definition 2024
νταμάρι
νταμάρι
Greek
Noun
νταμάρι • (damári) n
- (colloquial) quarry
- 1982, Alkis Alkaios/Thanos Mikroutsikos, Ερωτικό (Με μια πιρόγα):
- Εδώ είναι Αττική, φαιό νταμάρι.
- This is Attica, a grey quarry.
- Εδώ είναι Αττική, φαιό νταμάρι.
- 1982, Alkis Alkaios/Thanos Mikroutsikos, Ερωτικό (Με μια πιρόγα):
Declension
declension of νταμάρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νταμάρι | νταμάρια |
genitive | νταμαριού | νταμαριών |
accusative | νταμάρι | νταμάρια |
vocative | νταμάρι | νταμάρια |
Synonyms
- λατομείο n (latomeío)
- λατόμι n (latómi)
- πετροκοπιό n (petrokopió)
Related terms
- νταμαρήσιος (damarísios)
- νταμαρτζής m (damartzís)