Definify.com
Definition 2024
λευκοσίδηρος
λευκοσίδηρος
Greek
Noun
λευκοσίδηρος • (lefkosídiros) m (uncountable)
Declension
Declension of λευκοσίδηρος (lefkosídiros)
singular | |
---|---|
nominative | λευκοσίδηρος |
genitive | λευκοσιδήρου |
accusative | λευκοσίδηρο |
vocative | λευκοσίδηρε |
Synonyms
- (tin): κασσίτερος m (kassíteros)