Definify.com
Definition 2024
λευκοτσικνιάς
λευκοτσικνιάς
Greek
Noun
λευκοτσικνιάς • (lefkotsikniás) m (plural λευκοτσικνιάδες)
Coordinate terms
- ερωδιός m (erodiós, “heron, egret”)
- σταχτοτσικνιάς m (stachtotsikniás, “grey heron”)
- γερανός m (geranós, “crane”)
- πελαργός m (pelargós, “stork”)
External links
- λευκοτσικνιάς on the Greek Wikipedia.Wikipedia el