Definify.com
Definition 2024
λευκωματίνη
λευκωματίνη
Greek
Noun
λευκωματίνη • (lefkomatíni) f (plural λευκωματίνες)
Declension
declension of λευκωματίνη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λευκωματίνη | λευκωματίνες |
genitive | λευκωματίνης | λευκωματινών |
accusative | λευκωματίνη | λευκωματίνες |
vocative | λευκωματίνη | λευκωματίνες |
See also
- compare with: λεύκωμα n (léfkoma)
External links
- λευκωματίνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el