Definify.com
Definition 2024
λιθουανικά
λιθουανικά
Greek
Noun
λιθουανικά • (lithouaniká) n pl
- Lithuanian, the language of Lithuania.
Declension
λιθουανικά
plural | |
---|---|
nominative | λιθουανικά |
genitive | λιθουανικών |
accusative | λιθουανικά |
vocative | λιθουανικά |
Related terms
- see: Λιθουανία f (Lithouanía, “Lithuania”)
External links
- Λιθουανική γλώσσα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el