Definify.com
Definition 2024
λογισμικό
λογισμικό
Greek
Noun
λογισμικό • (logismikó) n (plural λογισμικά)
Declension
declension of λογισμικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λογισμικό | λογισμικά |
genitive | λογισμικού | λογισμικών |
accusative | λογισμικό | λογισμικά |
vocative | λογισμικό | λογισμικά |
See also
- υλισμικό n (ylismikó, “hardware”)