Definify.com
Definition 2024
υλισμικό
υλισμικό
Greek
Noun
υλισμικό • (ylismikó) n (plural υλισμικά)
Declension
declension of υλισμικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υλισμικό | υλισμικά |
genitive | υλισμικού | υλισμικών |
accusative | υλισμικό | υλισμικά |
vocative | υλισμικό | υλισμικά |
See also
- λογισμικό n (logismikó, “software”)