Definify.com

Definition 2024


λογιστικό_φύλλο

λογιστικό φύλλο

Greek

Noun

λογιστικό φύλλο (logistikó fýllo) n (plural λογιστικά φύλλα)

  1. (computing) spreadsheet

Declension

See λογιστικός (adjective) and φύλλο (noun)