Definify.com
Definition 2024
λογιστικός
λογιστικός
Ancient Greek
Adjective
λογιστικός • (logistikós) m (feminine λογιστική, neuter λογιστικόν); first/second declension
- skilled in calculating
- skilled in reasoning: reasonable, rational
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | λογιστικός | λογιστική | λογιστικόν | λογιστικώ | λογιστικᾱ́ | λογιστικώ | λογιστικοί | λογιστικαί | λογιστικᾰ́ | |||
Genitive | λογιστικοῦ | λογιστικῆς | λογιστικοῦ | λογιστικοῖν | λογιστικαῖν | λογιστικοῖν | λογιστικῶν | λογιστικῶν | λογιστικῶν | |||
Dative | λογιστικῷ | λογιστικῇ | λογιστικῷ | λογιστικοῖν | λογιστικαῖν | λογιστικοῖν | λογιστικοῖς | λογιστικαῖς | λογιστικοῖς | |||
Accusative | λογιστικόν | λογιστικήν | λογιστικόν | λογιστικώ | λογιστικᾱ́ | λογιστικώ | λογιστικούς | λογιστικᾱ́ς | λογιστικᾰ́ | |||
Vocative | λογιστικέ | λογιστική | λογιστικόν | λογιστικώ | λογιστικᾱ́ | λογιστικώ | λογιστικοί | λογιστικαί | λογιστικᾰ́ | |||
Descendants
- Greek: λογιστικός (logistikós, “accounting”)
- French: logistique f (“logistics”)
References
- λογιστικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- λογιστικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «λογιστικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- Woodhouse, S. C. (1910) English-Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language, London: Routledge & Kegan Paul Limited.
- arithmetical idem, page 39.
- arithmetician idem, page 40.
- mathematical idem, page 518.
- mathematician idem, page 518.
Greek
Etymology
From Ancient Greek λογιστικός
Adjective
λογιστικός • (logistikós) m (feminine λογιστική, neuter λογιστικό)
Declension
positive forms of λογιστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λογιστικός | λογιστική | λογιστικό | λογιστικοί | λογιστικές | λογιστικά |
genitive | λογιστικού | λογιστικής | λογιστικού | λογιστικών | λογιστικών | λογιστικών |
accusative | λογιστικό | λογιστική | λογιστικό | λογιστικούς | λογιστικές | λογιστικά |
vocative | λογιστικέ | λογιστική | λογιστικό | λογιστικοί | λογιστικές | λογιστικά |
Related terms
- λογιστική f (logistikí, “accounting”, noun)
- ΑΤΜ f (ATM, “ATM”)
- αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή f (aftómati tameiologistikí michaní, “automatic cash machine”)
Derived terms
- λογιστικό φύλλο n (logistikó fýllo, “spreadsheet”)