Definify.com
Definition 2024
λονδρέζικος
λονδρέζικος
Greek
Adjective
λονδρέζικος • (londrézikos) m (feminine λονδρέζικη, neuter λονδρέζικο)
- London, of London, from London
- Πήγε κόκκινο λονδρέζικο λεωφορείο. ― Píge kókkino londréziko leoforeío. ― He left on a red London bus.
Declension
positive forms of λονδρέζικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λονδρέζικος | λονδρέζικη | λονδρέζικο | λονδρέζικοι | λονδρέζικες | λονδρέζικα |
genitive | λονδρέζικου | λονδρέζικης | λονδρέζικου | λονδρέζικων | λονδρέζικων | λονδρέζικων |
accusative | λονδρέζικο | λονδρέζικη | λονδρέζικο | λονδρέζικους | λονδρέζικες | λονδρέζικα |
vocative | λονδρέζικε | λονδρέζικη | λονδρέζικο | λονδρέζικοι | λονδρέζικες | λονδρέζικα |
Related terms
- see: Λονδίνο n (Londíno, “London”)