Definify.com
Definition 2024
λυδικός
λυδικός
Greek
Adjective
λυδικός • (lydikós) m (feminine λυδική, neuter λυδικό)
Declension
positive forms of λυδικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λυδικός | λυδική | λυδικό | λυδικοί | λυδικές | λυδικά |
genitive | λυδικού | λυδικής | λυδικού | λυδικών | λυδικών | λυδικών |
accusative | λυδικό | λυδική | λυδικό | λυδικούς | λυδικές | λυδικά |
vocative | λυδικέ | λυδική | λυδικό | λυδικοί | λυδικές | λυδικά |
Related terms
- Λυδία f (Lydía, “Lydia”)