Definify.com

Definition 2024


λῆμμα

λῆμμα

See also: λήμμα and λέμμα

Ancient Greek

Noun

λῆμμᾰ (lêmma) n (genitive λήμμᾰτος); third declension

  1. premise, assumption

Inflection

Derived terms

  • ἀνάλημμᾰ (análēmma)
  • ἀντῐλημμᾰτίζω (antilēmmatízō)
  • διάλημμᾰ (diálēmma)
  • δίλημμᾰ (dílēmma)
  • κᾰτᾰ́λημμᾰ (katálēmma)
  • λημμᾰτῐκός (lēmmatikós)
  • λημμᾰ́τῐον (lēmmátion)
  • λημμᾰτῐστής (lēmmatistḗs)
  • λημμᾰτίζω (lēmmatízō)
  • μονολήμμᾰτος (monolḗmmatos)
  • παράλημμᾰ (parálēmma)
  • περίλημμᾰ (perílēmma)
  • πολυλήμμᾰτος (polulḗmmatos)
  • πρόλημμᾰ (prólēmma)
  • προλημμᾰτίζω (prolēmmatízō)
  • πρόσλημμᾰ (próslēmma)
  • ὑπόλημμᾰ (hupólēmma)

Related terms

  • διειλημμένως (dieilēmménōs)
  • περιειλημμένως (perieilēmménōs)

Descendants

References