Definify.com
Definition 2024
μέρισμα
μέρισμα
Greek
Noun
μέρισμα • (mérisma) n (plural μερίσματα)
- (finance) dividend
Declension
declension of μέρισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μέρισμα | μερίσματα |
genitive | μερίσματος | μερισμάτων |
accusative | μέρισμα | μερίσματα |
vocative | μέρισμα | μερίσματα |
See also
- (mathematics): διαιρετέος m (diairetéos, “diairetéos”)