Definify.com
Definition 2024
διαιρετέος
διαιρετέος
Greek
Adjective
διαιρετέος • (diairetéos) m (feminine διαιρετέα, neuter διαιρετέο)
- that which is to be divided
Declension
positive forms of διαιρετέος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαιρετέος | διαιρετέα | διαιρετέο | διαιρετέοι | διαιρετέες | διαιρετέα |
genitive | διαιρετέου | διαιρετέας | διαιρετέου | διαιρετέων | διαιρετέων | διαιρετέων |
accusative | διαιρετέο | διαιρετέα | διαιρετέο | διαιρετέους | διαιρετέες | διαιρετέα |
vocative | διαιρετέε | διαιρετέα | διαιρετέο | διαιρετέοι | διαιρετέες | διαιρετέα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαιρετέος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαιρετέος, etc.) |
Related terms
- διαιρετός (diairetós, “divisible”)
- αδιαίρετος (adiaíretos, “undivided, indivisible”)
Noun
διαιρετέος • (diairetéos) m (plural διαιρετέοι)
- (mathematics) dividend (the number to be divided; numerator)
Declension
declension of διαιρετέος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαιρετέος | διαιρετέοι |
genitive | διαιρετέου | διαιρετέων |
accusative | διαιρετέο | διαιρετέους |
vocative | διαιρετέε | διαιρετέοι |