Definify.com
Definition 2024
μαγειριά
μαγειριά
Greek
Alternative forms
- μαγεριά f (mageriá)
Noun
μαγειριά • (mageiriá) f (plural μαγειριές)
- capacity (of a cooking vessel)
Declension
declension of μαγειριά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαγειριά | μαγειριές |
genitive | μαγειριάς | μαγειριών |
accusative | μαγειριά | μαγειριές |
vocative | μαγειριά | μαγειριές |
Related terms
- see: μαγειρική f (mageirikí, “cookery”)