Definify.com
Definition 2024
μαγειρική
μαγειρική
Ancient Greek
Noun
μαγειρική • (mageirikḗ) f (genitive μαγειρικῆς); first declension
Inflection
First declension of μαγειρική, μαγειρικῆς
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | μαγειρική | μαγειρικᾱ́ | μαγειρικαί |
Genitive | μαγειρικῆς | μαγειρικαῖν | μαγειρικῶν |
Dative | μαγειρικῇ | μαγειρικαῖν | μαγειρικαῖς |
Accusative | μαγειρικήν | μαγειρικᾱ́ | μαγειρικᾱ́ς |
Vocative | μαγειρική | μαγειρικᾱ́ | μαγειρικαί |
References
- μαγειρική in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
Greek
Etymology
From the Ancient Greek μαγειρική (mageirikḗ).
Pronunciation
- IPA(key): [maʝe̞iɾici]
- Hyphenation: μα‧γει‧ρι‧κή
Noun
μαγειρική • (mageirikí) f (plural μαγειρικές)
Declension
declension of μαγειρική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαγειρική | μαγειρικές |
genitive | μαγειρικής | μαγειρικών |
accusative | μαγειρική | μαγειρικές |
vocative | μαγειρική | μαγειρικές |
Related terms
|
|