Definify.com
Definition 2024
μαγειρικός
μαγειρικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /maɣirikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /maʝirikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /maʝiɾikós/
Adjective
μᾰγειρικός • (mageirikós) m (feminine μαγειρική, neuter μαγειρικόν); first/second declension
- fit for a cook or cookery
- (of persons) skilled in cooking
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | μαγειρικός | μαγειρική | μαγειρικόν | μαγειρικώ | μαγειρικᾱ́ | μαγειρικώ | μαγειρικοί | μαγειρικαί | μαγειρικᾰ́ | |||
Genitive | μαγειρικοῦ | μαγειρικῆς | μαγειρικοῦ | μαγειρικοῖν | μαγειρικαῖν | μαγειρικοῖν | μαγειρικῶν | μαγειρικῶν | μαγειρικῶν | |||
Dative | μαγειρικῷ | μαγειρικῇ | μαγειρικῷ | μαγειρικοῖν | μαγειρικαῖν | μαγειρικοῖν | μαγειρικοῖς | μαγειρικαῖς | μαγειρικοῖς | |||
Accusative | μαγειρικόν | μαγειρικήν | μαγειρικόν | μαγειρικώ | μαγειρικᾱ́ | μαγειρικώ | μαγειρικούς | μαγειρικᾱ́ς | μαγειρικᾰ́ | |||
Vocative | μαγειρικέ | μαγειρική | μαγειρικόν | μαγειρικώ | μαγειρικᾱ́ | μαγειρικώ | μαγειρικοί | μαγειρικαί | μαγειρικᾰ́ | |||
References
- μαγειρικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- μαγειρικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «μαγειρικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- Woodhouse, S. C. (1910) English-Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language, London: Routledge & Kegan Paul Limited.
- LSJ 8th edition
Greek
Adjective
μαγειρικός • (mageirikós) m (feminine μαγειρική, neuter μαγειρικό)
Declension
positive forms of μαγειρικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαγειρικός | μαγειρική | μαγειρικό | μαγειρικοί | μαγειρικές | μαγειρικά |
genitive | μαγειρικού | μαγειρικής | μαγειρικού | μαγειρικών | μαγειρικών | μαγειρικών |
accusative | μαγειρικό | μαγειρική | μαγειρικό | μαγειρικούς | μαγειρικές | μαγειρικά |
vocative | μαγειρικέ | μαγειρική | μαγειρικό | μαγειρικοί | μαγειρικές | μαγειρικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαγειρικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαγειρικός, etc.) |
Related terms
- see: μαγειρική f (mageirikí, “cookery”)