Definify.com
Definition 2024
μαγειρική_σόδα
μαγειρική σόδα
Greek
Noun
μαγειρική σόδα • (mageirikí sóda) f (uncountable)
- baking soda (sodium bicarbonate)
See also
- μπέικιν πάουντερ n (béikin páounter, “baking powder”)
μαγειρική σόδα • (mageirikí sóda) f (uncountable)