Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μαγκάνιο
μαγκάνιο
Greek
Noun
μαγκάνιο
•
(
mankánio
)
n
(
uncountable
)
Alternative form of
μαγγάνιο
(
mangánio
)
Declension
Declension of
μαγκάνιο
(
mankánio
)
singular
nominative
μαγκάνιο
genitive
μαγκανίου
accusative
μαγκάνιο
vocative
μαγκάνιο
Similar Results