Definify.com
Definition 2024
μακροημέρευση
μακροημέρευση
Greek
Noun
μακροημέρευση • (makroimérefsi) f (uncountable)
Declension
Declension of μακροημέρευση (makroimérefsi)
singular | |
---|---|
nominative | μακροημέρευση |
genitive | μακροημέρευσης / μακροημερεύσεως |
accusative | μακροημέρευση |
vocative | μακροημέρευση |
Synonyms
- μακροβιότητα f (makroviótita)
- μακροζωία f (makrozoía)