Definify.com
Definition 2024
μεθιονίνη
μεθιονίνη
Greek
Noun
μεθιονίνη • (methioníni) f
Declension
Declension of μεθιονίνη (methioníni)
singular | |
---|---|
nominative | μεθιονίνη |
genitive | μεθιονίνης |
accusative | μεθιονίνη |
vocative | μεθιονίνη |
Coordinate terms
- Amino acids (appendix)