Definify.com

Definition 2024


μεθοδική

μεθοδική

Greek

Adjective

μεθοδική (methodikí)

  1. Nominative feminine singular form of μεθοδικός (methodikós).
  2. Accusative feminine singular form of μεθοδικός (methodikós).
  3. Vocative feminine singular form of μεθοδικός (methodikós).