Definify.com
Definition 2024
μεθοδικός
μεθοδικός
Ancient Greek
Adjective
μεθοδῐκός • (methodikós) m (feminine μεθοδῐκή, neuter μεθοδῐκόν); first/second declension
- going to work by rule, methodical, systematic
- (surgery, of treatment) first-aid
- crafty
Declension
Number | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | ||||
Nominative | μεθοδῐκός | μεθοδῐκή | μεθοδῐκόν | μεθοδῐκώ | μεθοδῐκᾱ́ | μεθοδῐκώ | μεθοδῐκοί | μεθοδῐκαί | μεθοδῐκᾰ́ | ||||
Genitive | μεθοδῐκοῦ | μεθοδῐκῆς | μεθοδῐκοῦ | μεθοδῐκοῖν | μεθοδῐκαῖν | μεθοδῐκοῖν | μεθοδῐκῶν | μεθοδῐκῶν | μεθοδῐκῶν | ||||
Dative | μεθοδῐκῷ | μεθοδῐκῇ | μεθοδῐκῷ | μεθοδῐκοῖν | μεθοδῐκαῖν | μεθοδῐκοῖν | μεθοδῐκοῖς | μεθοδῐκαῖς | μεθοδῐκοῖς | ||||
Accusative | μεθοδῐκόν | μεθοδῐκήν | μεθοδῐκόν | μεθοδῐκώ | μεθοδῐκᾱ́ | μεθοδῐκώ | μεθοδῐκούς | μεθοδῐκᾱ́ς | μεθοδῐκᾰ́ | ||||
Vocative | μεθοδῐκέ | μεθοδῐκή | μεθοδῐκόν | μεθοδῐκώ | μεθοδῐκᾱ́ | μεθοδῐκώ | μεθοδῐκοί | μεθοδῐκαί | μεθοδῐκᾰ́ | ||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | ||||||||||
μεθοδῐκῶς | μεθοδῐκώτερος | μεθοδῐκώτᾰτος | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For declension in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal declension. |
Derived terms
- Mεθοδῐκᾰ́ (Methodiká)
- μεθοδῐκοί (methodikoí)
Descendants
- Greek: μεθοδικός (methodikós)
References
- μεθοδικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «μεθοδικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
Greek
Etymology
From the Ancient Greek μεθοδῐκός (methodikós).
Adjective
μεθοδικός • (methodikós) m (feminine μεθοδική, neuter μεθοδικό)
Declension
positive forms of μεθοδικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεθοδικός | μεθοδική | μεθοδικό | μεθοδικοί | μεθοδικές | μεθοδικά |
genitive | μεθοδικού | μεθοδικής | μεθοδικού | μεθοδικών | μεθοδικών | μεθοδικών |
accusative | μεθοδικό | μεθοδική | μεθοδικό | μεθοδικούς | μεθοδικές | μεθοδικά |
vocative | μεθοδικέ | μεθοδική | μεθοδικό | μεθοδικοί | μεθοδικές | μεθοδικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεθοδικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεθοδικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεθοδικότερος | μεθοδικότερη | μεθοδικότερο | μεθοδικότεροι | μεθοδικότερες | μεθοδικότερα |
genitive | μεθοδικότερου | μεθοδικότερης | μεθοδικότερου | μεθοδικότερων | μεθοδικότερων | μεθοδικότερων |
accusative | μεθοδικότερο | μεθοδικότερη | μεθοδικότερο | μεθοδικότερους | μεθοδικότερες | μεθοδικότερα |
vocative | μεθοδικότερε | μεθοδικότερη | μεθοδικότερο | μεθοδικότεροι | μεθοδικότερες | μεθοδικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μεθοδικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεθοδικότατος | μεθοδικότατη | μεθοδικότατο | μεθοδικότατοι | μεθοδικότατες | μεθοδικότατα |
genitive | μεθοδικότατου | μεθοδικότατης | μεθοδικότατου | μεθοδικότατων | μεθοδικότατων | μεθοδικότατων |
accusative | μεθοδικότατο | μεθοδικότατη | μεθοδικότατο | μεθοδικότατους | μεθοδικότατες | μεθοδικότατα |
vocative | μεθοδικότατε | μεθοδικότατη | μεθοδικότατο | μεθοδικότατοι | μεθοδικότατες | μεθοδικότατα |