Definify.com
Definition 2024
μελανίνη
μελανίνη
Greek
Noun
μελανίνη • (melaníni) f (uncountable)
Declension
Declension of μελανίνη (melaníni)
External links
- μελανίνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
μελανίνη • (melaníni) f (uncountable)