Definify.com
Definition 2024
μελανοκύτταρο
μελανοκύτταρο
Greek
Noun
μελανοκύτταρο • (melanokýttaro) n
Declension
declension of μελανοκύτταρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μελανοκύτταρο | μελανοκύτταρα |
genitive | μελανοκυττάρου | μελανοκυττάρων |
accusative | μελανοκύτταρο | μελανοκύτταρα |
vocative | μελανοκύτταρο | μελανοκύτταρα |
Related terms
- μελάνωμα n (melánoma, “melanoma”)
- μελανο- (melano-)
External links
- μελανοκύτταρο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el