Definify.com
Definition 2024
μελιτζάνα
μελιτζάνα
Greek
Noun
μελιτζάνα • (melitzána) f (plural μελιτζάνες)
Declension
declension of μελιτζάνα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μελιτζάνα | μελιτζάνες |
genitive | μελιτζάνας | μελιτζανών |
accusative | μελιτζάνα | μελιτζάνες |
vocative | μελιτζάνα | μελιτζάνες |
Related terms
- μελιτζανοσαλάτα f (melitzanosaláta, “aubergine purée”)
External links
- μελιτζάνα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el