Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μελωδία
μελωδία
See also:
μελῳδία
Greek
Noun
μελωδία
•
(
melodía
)
f
(
plural
μελωδίες
)
(
music
)
melody
,
tune
(
music
)
carol
,
tune
Declension
declension of
μελωδία
singular
plural
nominative
μελωδία
μελωδίες
genitive
μελωδίας
μελωδιών
accusative
μελωδία
μελωδίες
vocative
μελωδία
μελωδίες
Related terms
μελωδικός
(
melodikós
,
“
melodious
”
)
Similar Results