Definify.com
Definition 2024
μελωδικός
μελωδικός
Greek
Adjective
μελωδικός • (melodikós) m (feminine μελωδική, neuter μελωδικό)
Declension
positive forms of μελωδικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μελωδικός | μελωδική | μελωδικό | μελωδικοί | μελωδικές | μελωδικά |
genitive | μελωδικού | μελωδικής | μελωδικού | μελωδικών | μελωδικών | μελωδικών |
accusative | μελωδικό | μελωδική | μελωδικό | μελωδικούς | μελωδικές | μελωδικά |
vocative | μελωδικέ | μελωδική | μελωδικό | μελωδικοί | μελωδικές | μελωδικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μελωδικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μελωδικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μελωδικότερος | μελωδικότερη | μελωδικότερο | μελωδικότεροι | μελωδικότερες | μελωδικότερα |
genitive | μελωδικότερου | μελωδικότερης | μελωδικότερου | μελωδικότερων | μελωδικότερων | μελωδικότερων |
accusative | μελωδικότερο | μελωδικότερη | μελωδικότερο | μελωδικότερους | μελωδικότερες | μελωδικότερα |
vocative | μελωδικότερε | μελωδικότερη | μελωδικότερο | μελωδικότεροι | μελωδικότερες | μελωδικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μελωδικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μελωδικότατος | μελωδικότατη | μελωδικότατο | μελωδικότατοι | μελωδικότατες | μελωδικότατα |
genitive | μελωδικότατου | μελωδικότατης | μελωδικότατου | μελωδικότατων | μελωδικότατων | μελωδικότατων |
accusative | μελωδικότατο | μελωδικότατη | μελωδικότατο | μελωδικότατους | μελωδικότατες | μελωδικότατα |
vocative | μελωδικότατε | μελωδικότατη | μελωδικότατο | μελωδικότατοι | μελωδικότατες | μελωδικότατα |
Synonyms
- καλλίφωνος (kallífonos)
- τραγουδιστός (tragoudistós)
Related terms
- μελωδία f (melodía, “melody”)