Definify.com
Definition 2024
καλλίφωνος
καλλίφωνος
Greek
Adjective
καλλίφωνος • (kallífonos) m (feminine καλλίφωνη, neuter καλλίφωνο)
Declension
positive forms of καλλίφωνος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καλλίφωνος | καλλίφωνη | καλλίφωνο | καλλίφωνοι | καλλίφωνες | καλλίφωνα |
genitive | καλλίφωνου | καλλίφωνης | καλλίφωνου | καλλίφωνων | καλλίφωνων | καλλίφωνων |
accusative | καλλίφωνο | καλλίφωνη | καλλίφωνο | καλλίφωνους | καλλίφωνες | καλλίφωνα |
vocative | καλλίφωνε | καλλίφωνη | καλλίφωνο | καλλίφωνοι | καλλίφωνες | καλλίφωνα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καλλίφωνος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καλλίφωνος, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καλλιφωνότερος | καλλιφωνότερη | καλλιφωνότερο | καλλιφωνότεροι | καλλιφωνότερες | καλλιφωνότερα |
genitive | καλλιφωνότερου | καλλιφωνότερης | καλλιφωνότερου | καλλιφωνότερων | καλλιφωνότερων | καλλιφωνότερων |
accusative | καλλιφωνότερο | καλλιφωνότερη | καλλιφωνότερο | καλλιφωνότερους | καλλιφωνότερες | καλλιφωνότερα |
vocative | καλλιφωνότερε | καλλιφωνότερη | καλλιφωνότερο | καλλιφωνότεροι | καλλιφωνότερες | καλλιφωνότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καλλιφωνότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καλλιφωνότατος | καλλιφωνότατη | καλλιφωνότατο | καλλιφωνότατοι | καλλιφωνότατες | καλλιφωνότατα |
genitive | καλλιφωνότατου | καλλιφωνότατης | καλλιφωνότατου | καλλιφωνότατων | καλλιφωνότατων | καλλιφωνότατων |
accusative | καλλιφωνότατο | καλλιφωνότατη | καλλιφωνότατο | καλλιφωνότατους | καλλιφωνότατες | καλλιφωνότατα |
vocative | καλλιφωνότατε | καλλιφωνότατη | καλλιφωνότατο | καλλιφωνότατοι | καλλιφωνότατες | καλλιφωνότατα |
Antonyms
- κακόφωνος (kakófonos)