Definify.com
Definition 2024
κακόφωνος
κακόφωνος
Greek
Adjective
κακόφωνος • (kakófonos) m (feminine κακόφωνη, neuter κακόφωνο)
Declension
positive forms of κακόφωνος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κακόφωνος | κακόφωνη | κακόφωνο | κακόφωνοι | κακόφωνες | κακόφωνα |
genitive | κακόφωνου | κακόφωνης | κακόφωνου | κακόφωνων | κακόφωνων | κακόφωνων |
accusative | κακόφωνο | κακόφωνη | κακόφωνο | κακόφωνους | κακόφωνες | κακόφωνα |
vocative | κακόφωνε | κακόφωνη | κακόφωνο | κακόφωνοι | κακόφωνες | κακόφωνα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κακόφωνος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κακόφωνος, etc.) |
Antonyms
- καλλίφωνος (kallífonos)