Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μεμβράνη
μεμβράνη
Greek
Noun
μεμβράνη
•
(
memvráni
)
f
(
plural
μεμβράνες
)
membrane
film
(thin layer)
tegument
vellum
Declension
declension of
μεμβράνη
singular
plural
nominative
μεμβράνη
μεμβράνες
genitive
μεμβράνης
μεμβρανών
accusative
μεμβράνη
μεμβράνες
vocative
μεμβράνη
μεμβράνες
See also
περγαμηνή
f
(
pergaminí
,
“
parchment
”
)
Similar Results