Definify.com
Definition 2024
μερικοί
μερικοί
See also: μερικός
Greek
Pronoun
μερικοί • (merikoí) m (indefinite) feminine μερικές (merikés) neuter μερικά (meriká)
- few, some (an indeterminate small number)
- μερικά φλιτζάνια καφέ ― meriká flitzánia kafé ― a few cups of coffee
- μερικές μέρες αργότερα ― merikés méres argótera ― a few days later
Declension
declension of 'μερικοί'