Definify.com
Definition 2024
μεσογειακός
μεσογειακός
Greek
Adjective
μεσογειακός • (mesogeiakós) m (feminine μεσογειακή, neuter μεσογειακό)
- Mediterranean
- Το εστιατόριο προσφέρει μεσογειακή κουζίνα. (The restaurant offers Mediterranean cuisine.)
- Η Ελλάδα έχει μεσογειακό κλίμα. (Greece has a Mediterranean climate.)
Declension
positive forms of μεσογειακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεσογειακός | μεσογειακή | μεσογειακό | μεσογειακοί | μεσογειακές | μεσογειακά |
genitive | μεσογειακού | μεσογειακής | μεσογειακού | μεσογειακών | μεσογειακών | μεσογειακών |
accusative | μεσογειακό | μεσογειακή | μεσογειακό | μεσογειακούς | μεσογειακές | μεσογειακά |
vocative | μεσογειακέ | μεσογειακή | μεσογειακό | μεσογειακοί | μεσογειακές | μεσογειακά |
Related terms
- Μεσόγειος f (Mesógeios, “Mediterranean”)
External links
- Μεσόγειος Θάλασσα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el