Definify.com
Definition 2024
μετά_το_μεσημέρι
μετά το μεσημέρι
Greek
Adverb
μετά το μεσημέρι • (metá to mesiméri)
- (time) post meridiem, after noon
Synonyms
- μ.μ. (m.m.)
- μετά μεσημβρίαν (metá mesimvrían)
Antonyms
- πριν από το μεσημέρι (prin apó to mesiméri, “ante meridiem”)
External links
- Ώρα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el