Definify.com
Definition 2024
μετεωρολογία
μετεωρολογία
Greek
Noun
μετεωρολογία • (meteorología) f (uncountable)
Declension
Declension of μετεωρολογία (meteorología)
singular | |
---|---|
nominative | μετεωρολογία |
genitive | μετεωρολογίας |
accusative | μετεωρολογία |
vocative | μετεωρολογία |