Definify.com
Definition 2024
μετριοπάθεια
μετριοπάθεια
Greek
Noun
μετριοπάθεια • (metriopátheia) f (uncountable)
Declension
Declension of μετριοπάθεια (metriopátheia)
singular | |
---|---|
nominative | μετριοπάθεια |
genitive | μετριοπάθειας |
accusative | μετριοπάθεια |
vocative | μετριοπάθεια |