Definify.com
Definition 2024
μητρώνυμο
μητρώνυμο
Greek
Noun
μητρώνυμο • (mitrónymo) n (plural μητρώνυμα)
Declension
declension of μητρώνυμο
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | μητρώνυμο | μητρώνυμα | |
genitive | μητρωνύμου | μητρωνύμων | |
accusative | μητρώνυμο | μητρώνυμα | |
vocative | μητρώνυμο | μητρώνυμα | |
The genitive form μητρώνυμου is common |
Related terms
- μητρωνυμικός (mitronymikós)
See also
- πατρώνυμο (patrónymo)