Definify.com
Definition 2024
πατρώνυμο
πατρώνυμο
Greek
Noun
πατρώνυμο • (patrónymo) n (plural πατρώνυμα)
Declension
declension of πατρώνυμο
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | πατρώνυμο | πατρώνυμα | |
genitive | πατρωνύμου | πατρωνύμων | |
accusative | πατρώνυμο | πατρώνυμα | |
vocative | πατρώνυμο | πατρώνυμα | |
The genitive form πατρώνυμου is common |
Related terms
- πατρωνυμικός (patronymikós)
See also
- μητρώνυμο (mitrónymo)