Definify.com
Definition 2025
πατρωνυμικός
πατρωνυμικός
Greek
Adjective
πατρωνυμικός • (patronymikós) m (feminine πατρωνυμική, neuter πατρωνυμικό)
Declension
positive forms of πατρωνυμικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | πατρωνυμικός | πατρωνυμική | πατρωνυμικό | πατρωνυμικοί | πατρωνυμικές | πατρωνυμικά |
| genitive | πατρωνυμικού | πατρωνυμικής | πατρωνυμικού | πατρωνυμικών | πατρωνυμικών | πατρωνυμικών |
| accusative | πατρωνυμικό | πατρωνυμική | πατρωνυμικό | πατρωνυμικούς | πατρωνυμικές | πατρωνυμικά |
| vocative | πατρωνυμικέ | πατρωνυμική | πατρωνυμικό | πατρωνυμικοί | πατρωνυμικές | πατρωνυμικά |
Noun
πατρωνυμικός • (patronymikós) m
Declension
declension of πατρωνυμικός
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | πατρωνυμικός | πατρωνυμικοί |
| genitive | πατρωνυμικού | πατρωνυμικών |
| accusative | πατρωνυμικό | πατρωνυμικούς |
| vocative | πατρωνυμικέ | πατρωνυμικοί |
Related terms
- πατρώνυμο n (patrónymo, “father's name”)
- παρωνύμιο n (paronýmio, “nickname”)