Definify.com
Definition 2024
μητρώο
μητρώο
Greek
Noun
μητρώο • (mitróo) n (plural μητρώα)
Declension
declension of μητρώο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μητρώο | μητρώα |
genitive | μητρώου | μητρώων |
accusative | μητρώο | μητρώα |
vocative | μητρώο | μητρώα |
Related terms
- αριθμός φορολογικού μητρώου m (arithmós forologikoú mitróou, “tax registration number”)