Definify.com
Definition 2024
μινωικός
μινωικός
Greek
Adjective
μινωικός • (minoikós) m (feminine μινωική, neuter μινωικό)
Declension
positive forms of μινωικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μινωικός | μινωική | μινωικό | μινωικοί | μινωικές | μινωικά |
genitive | μινωικού | μινωικής | μινωικού | μινωικών | μινωικών | μινωικών |
accusative | μινωικό | μινωική | μινωικό | μινωικούς | μινωικές | μινωικά |
vocative | μινωικέ | μινωική | μινωικό | μινωικοί | μινωικές | μινωικά |