Definify.com
Definition 2024
μισός
μισός
Greek
Alternative forms
- ήμισυς m (ímisys)
Adjective
μισός • (misós) m (feminine μισή, neuter μισό)
- half
- μισή ώρα ― misí óra ― half an hour
- μισό εκατομμύριο ― misó ekatommýrio ― half a million
- Έφυγε, αφήνοντας τη δουλειά μισή. ― Éfyge, afínontas ti douleiá misí. ― He left, leaving the job half done
Declension
positive forms of μισός
Related terms
- μέσος (mésos, “middle, average”)