Definify.com
Definition 2024
μολδαβικός
μολδαβικός
Greek
Adjective
μολδαβικός • (moldavikós) m (feminine μολδαβική, neuter μολδαβικό)
Declension
positive forms of μολδαβικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μολδαβικός | μολδαβική | μολδαβικό | μολδαβικοί | μολδαβικές | μολδαβικά |
genitive | μολδαβικού | μολδαβικής | μολδαβικού | μολδαβικών | μολδαβικών | μολδαβικών |
accusative | μολδαβικό | μολδαβική | μολδαβικό | μολδαβικούς | μολδαβικές | μολδαβικά |
vocative | μολδαβικέ | μολδαβική | μολδαβικό | μολδαβικοί | μολδαβικές | μολδαβικά |
Related terms
- see: Μολδαβία f (Moldavía, “Moldova”)