Definify.com
Definition 2024
μολυβδένιο
μολυβδένιο
Greek
Noun
μολυβδένιο • (molyvdénio) m (uncountable)
- Alternative form of μολυβδαίνιο (molyvdaínio)
Declension
Declension of μολυβδένιο (molyvdénio)
singular | |
---|---|
nominative | μολυβδένιο |
genitive | μολυβδενίου |
accusative | μολυβδένιο |
vocative | μολυβδένιο |