Definify.com
Definition 2024
μοναρχίες
μοναρχίες
Greek
Noun
μοναρχίες • (monarchíes) f
- Nominative plural form of μοναρχία (monarchía).
- Accusative plural form of μοναρχία (monarchía).
- Vocative plural form of μοναρχία (monarchía).
μοναρχίες • (monarchíes) f